σιφωνοφόρα

σιφωνοφόρα
τα, Ν
ζωολ. βλ. σιφωνοφόρος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • καλυκοφόρος — ο (για βλήματα) 1. αυτός που έχει κάλυκα 2. ζωολ. τα καλυκοφόρα γένος υδροζώων, αλλ. σιφωνοφόρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάλυξ, υκος + φόρος (< φέρω), πρβλ. αχθο φόρος, τροχο φόρος] …   Dictionary of Greek

  • κορμίδια — τα ζωολ. ομάδα πολυπόδων που φέρονται από τον μίσχο στα σιφωνοφόρα κνιδόζωα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. cormidia < corm (πρβλ. κορμός) + κατάλ. idia, πληθ. τής idium (πρβλ. ίδιον)] …   Dictionary of Greek

  • σιφωνοφόρος — α, ο / σιφωνοφόρος, ον, ΝΜ νεοελλ. 1. (για ζώο) αυτός που έχει σίφωνα 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα σιφωνοφόρα ζωολ. τάξη διάφανων ώς διαφώτιστων θαλάσσιων πλαγκτονικών αποικιακών υδροζώων, τού φύλου κνιδόζωα, που έχουν ωραιότατες ιριδίζουσες… …   Dictionary of Greek

  • απολεμία — (apolemia). Σιφωνοφόρα κοιλεντερωτά της οικογένειας των απολεμιιδών. Ζουν σε αποικίες, όπου υπάρχουν τμήματα μόνο με αρσενικά γονοζωίδια και τμήματα μόνο με θηλυκά. Η α. Η βοτρυοειδής ζει στη Μεσόγειο και συγκεκριμένα στην Αδριατική θάλασσα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”